Εθισμός στο διαδίκτυο

ΕΘΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

 Ο εθισμός στο διαδίκτυο είναι ένας ευρύς όρος, ο οποίος καλύπτει ένα φάσμα συμπεριφορών και προβλημάτων ελέγχου των παρορμήσεων, σχετιζόμενες με τη χρήση του διαδικτύου. Είναι ένας μη χημικός, συμπεριφορικός εθισμός που σε επίπεδο φυσιολογίας του εγκεφάλου λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο όπως ο εθισμός σε ψυχοδραστικές ουσίες. Η εξάπλωση του φαινομένου είναι παγκόσμια και αφορά όλες τις ηλικιακές και τις κοινωνικές ομάδες. Από όλα τα είδη συμπεριφορικού εθισμού, το διαδίκτυο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω των επιπτώσεων που επιφέρει σε εκατομμύρια χρήστες σε όλο τον κόσμο. Αν και μόλις το 1/4 του παγκόσμιου πληθυσμού είναι χρήστες του διαδικτύου, τα προβλήματα στον γενικό πληθυσμό αλλά και σε ειδικές πληθυσμιακές ομάδες (π.χ. έφηβοι) είναι αρκετά έντονα. Ο εθισμός στο διαδίκτυο αναπτύσσεται παράλληλα με την ανάπτυξη του διαδικτύου και απασχολεί πλέον επιστήμονες διαφορετικών επιστημονικών πεδίων. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί βλαπτική η ύπαρξη του διαδικτύου. Το διαδίκτυο είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό μέσο για επικοινωνία, ακαδημαϊκή έρευνα, ανταλλαγή πληροφοριών και ψυχαγωγία. Όπως για παράδειγμα και με το τζόγο ή το αλκοόλ, η επαφή με το διαδίκτυο δεν μπορεί να αποτελέσει παράγοντα επικινδυνότητας για εμφάνιση εξαρτητικής συμπεριφοράς από το άτομο. Ούτε επίσης αν κάποιος εργάζεται με το διαδίκτυο, εκπαιδεύεται μέσω αυτού ή ακόμα και ψυχαγωγείται από αυτό και μέσω αυτού. Το πρόβλημα εμφανίζεται όχι από τον βαθμό εμπλοκής ενός ατόμου με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, αλλά από τις αρνητικές συνέπειες που εμφανίζονται όταν δεν υφίσταται η συγκεκριμένη δραστηριότητα. Με άλλα λόγια κριτήριο για την ύπαρξη του συγκεκριμένου συμπεριφορικού εθισμού δεν αποτελεί μόνο ο χρόνος που αφιερώνει ένα άτομο στην ενασχόληση με το διαδίκτυο. Εξάλλου, οι περισσότεροι από εμάς αφιερώνουμε αρκετό χρόνο στο διαδίκτυο χωρίς να έχουμε από αυτή την δραστηριότητα συνέπειες στην προσωπική και κοινωνική μας ζωή. Ο εθισμός στο διαδίκτυο αναπτύσσεται όταν η συγκεκριμένη συμπεριφορά ξεφύγει από τον έλεγχο του ατόμου.

Το ερώτημα βέβαια που πρέπει να απαντηθεί αφορά το γιατί κάποιος αναπτύσσει προβληματική σχέση με το διαδίκτυο που μπορεί να τον οδηγήσει και σε συμπεριφορά εξάρτησης; Όλοι οι χρήστες του διαδικτύου μετά από μία σύντομη περίοδο ενθουσιασμού καλούνται να αυτορυθμίσουν κατά κάποιο τρόπο τη συμπεριφορά τους. Τυπικά αυτό το διάστημα είναι μικρό και ο χρήστης υιοθετεί ένα υγιές πρότυπο χρήσης. Υπάρχουν όμως συνθήκες που δεν σχετίζονται με φύση του μέσου αλλά με τις ανάγκες που καλύπτει σε κάθε χρήστη του. Και όταν αναφερόμαστε σε ανάγκες δεν εστιάζουμε μόνο στη χρήση του διαδικτύου για ψυχαγωγία, εργασία, μάθηση, και ότι άλλο. Στοιχεία της προσωπικότητας του κάθε χρήστη, υποκείμενες ψυχικές διαταραχές (άγχος, κατάθλιψη, κοινωνική φοβία, κ.α), συμπεριφορά που ενισχύθηκε στα πλαίσια της γονικής επίβλεψης (π.χ. μείνε σπίτι και παίξε παιχνίδια στον υπολογιστή απʾ το να γυρνάς έξω) και γενικότερα ανάγκες που δεν ικανοποιούνται με άλλο τρόπο ή ικανοποιούνται ευκολότερα με τη βοήθεια του διαδικτύου, ενισχύουν τη χρήση του διαδικτύου που επιτρέπει στα άτομα που βιώνουν ψυχοπιεστικές καταστάσεις να αποσυμπιέζονται και να ελαττώνουν με αυτό τον τρόπο τα αρνητικά τους συναισθήματα. Όταν υπάρχει λοιπόν μια τέτοια συνθήκη, το διαδίκτυο αποκτά μεγαλύτερη σημασία και προτεραιότητα στη ζωή του ατόμου από τους φίλους, την οικογένεια του και την εργασία του ή το σχολείο του, κυριαρχεί στην καθημερινότητα του και είναι ένα στοιχείο της που δεν θέλει να το αποχωριστεί.

Πολλοί χρήστες μπορεί να εθίζονται σε διαφορετικές χρήσεις του διαδικτύου. Οι συχνότερες μορφές εθισμού που συνήθως παρατηρούνται αφορούν:

Εθισμός στις διαδικτυακές σχέσεις: Το άτομο εμπλέκεται και επιδιώκει με μεγαλύτερη ένταση να συνάψει διαδικτυακές διαπροσωπικές σχέσεις. Ένα εργαλείο σε αυτή την επιδίωξη είναι και ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης ή τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα. Εφαρμογές όπως τα chat rooms και το instant messaging μπορεί να αποκτήσουν καταναγκαστικά στοιχεία.

Ηλεκτρονικός τζόγος, χρηματιστηριακές συναλλαγές ή αγορές μέσω διαδικτύου.

Περιήγηση στον παγκόσμιο ιστό (σερφάρισμα), χωρίς ιδιαίτερη εστίαση σε κάποια ιδιαίτερο πεδίο ενδιαφέροντος ή καταναγκαστικές αναζητήσεις σε βάσεις δεδομένων.

Εμμονή στα διαδικτυακά παιχνίδια (π.χ. Call of Duty, World of Warcraft κ.α.). Ο εθισμός στο διαδικτυακό παιχνίδι εμφανίζεται κυρίως στον μαθητικό, εφηβικό και φοιτητικό πληθυσμό, μπορεί να είναι η πρώτη και μοναδική παρουσίαση προβληματικής συμπεριφοράς σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες. Πολύ συχνά η πρώτη γνωριμία του ατόμου με τον υπολογιστή γίνεται μέσω του ηλεκτρονικού παιχνιδιού όπως και η πρώτη γνωριμία με το διαδίκτυο μέσω του διαδικτυακού παιχνιδιού. Τα online παιχνίδια διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος του παιχνιδιού:

Παιχνίδια Stand-alone: Τα παιχνίδια που υπάγονται στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνουν έναν παίκτη στον υπολογιστή, δίνουν, ωστόσο, τη δυνατότητα σε όποιον το επιθυμεί να συνδεθεί στο Διαδίκτυο και να βρει κάποιον αντίπαλο που θα τον χειρίζεται άλλος παίκτης. Τα παιχνίδια αυτά, μέχρι πολύ πρόσφατα, προορίζονταν μόνο για συναγωνισμό μεταξύ παίκτη και υπολογιστή. Στην online εκδοχή τους διατηρούν την αρχική τους μορφή (απλώς παίζονται online) και σπάνια υπάρχει ομαδική δράση (π.χ. Guitar Hero).

Παιχνίδια τοπικού δικτύου [Local and Wide Network (LAWN) Games]: Τα παιχνίδια αυτά δημιουργήθηκαν από την επιθυμία να ενωθούν μεταξύ τους αρκετοί παίκτες ώστε να υποστηρίζονται παιχνίδια τουρνουά. Ένα τέτοιο παιχνίδι έχει να κάνει με την υιοθέτηση συγκεκριμένης στρατηγικής και ενθαρρύνει τους παίκτες να δημιουργήσουν ομάδες, οι οποίες έρχονται αντιμέτωπες. Τα μέλη τους μπορεί να γνωρίζονται και στον φυσικό κόσμο ή να είναι αμιγώς διαδικτυακές (π.χ. Counter Strike).

Παιχνίδια ρόλων σε σύνδεση για μεγάλο αριθμό παικτών [Massively Multiplayer Online Role Playing Games (MMORPGs)]: Τα παιχνίδια αυτά εκτυλίσσονται αποκλειστικά στο Διαδίκτυο. Το τυπικό χαρακτηριστικό είναι οι εκτενείς, σοφιστικέ, λεπτομερείς και εξελίξιμοι κόσμοι. Η φύση αυτών των παιχνιδιών είναι να προσφέρουν έναν πλούσιο τρισδιάστατο εικονικό κόσμο, στον οποίο κατοικούν χιλιάδες χαρακτήρες. Ο παίκτης επιλέγει έναν χαρακτήρα, τον οποίο και ελέγχει. Υπάρχουν, ωστόσο, και χαρακτήρες που δεν τους χειρίζονται οι παίκτες. Όσους χαρακτήρες δεν τους χειρίζονται παίκτες, έχουν σχεδιαστεί με τεχνητή νοημοσύνη, έτσι ώστε να προσφέρουν ένα μη προβλέψιμο εικονικό περιβάλλον, το οποίο ο παίκτης βιώνει μέσα από τα μάτια του επιλεγμένου χαρακτήρα του. Οι συζητήσεις μέσα σε τέτοια παιχνίδια μπορούν να γίνονται μεταξύ μεμονωμένων παικτών ή σε ζώνες που περιλαμβάνουν όλους τους παίκτες στη ζώνη (ζώνες, είναι οι διαφορετικές περιοχές μέσα στο παιχνίδι). Είναι, ακόμη, δυνατή και η επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών ζωνών. Επιπλέον, δεδομένου του εικονικού πλούτου ενός παιχνιδιού, μπορεί κάποιος να οπτικοποιήσει τα συναισθήματά του, κινώντας με αντίστοιχο τρόπο το χαρακτήρα του. Με το να επιτύχουν τον υψηλότερο βαθμό κοινωνικής διάδρασης μεταξύ των χρηστών τα MMORPG έγιναν επίσης και η μεγαλύτερη πρόκληση για την προστασία των ανηλίκων. Οι παίκτες διάγουν μια εικονική ζωή σε πλήρη ανωνυμία (π.χ. World of Warcraft).

Εθισμός στη διαδικτυακή πορνογραφία (cyber porn) και διαδικτυακό σεξ (cybersex).

Παρατηρούμε, λοιπόν, πως οι μορφές εθισμού από το διαδίκτυο σχετίζονται άμεσα με τις ανάγκες που καλύπτει κάθε μορφή δραστηριότητας που δύναται να αναπτυχθεί σε εξάρτηση.

Αν και στην πρόσφατη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5) η διάγνωση του «εθισμού στο Διαδίκτυο» (I.A.D. – Internet Addiction Disorder) δεν θεωρείται μια νέα διαγνωστική κατηγορία, εντούτοις στις ημέρες μας λογίζεται ως ένα είδος συμπεριφορικής εξάρτησης. Η διαταραχή διαδικτυακού παιχνιδιού (internet gaming disorder) έχει συμπεριληφθεί ως νέα ψυχική διαταραχή που απαιτεί περαιτέρω έρευνα, στο παράρτημα 3 του DSM-V. Η εξάρτηση από το διαδίκτυο αποτελεί μια κλινική οντότητα που κατά το DSM-V καταχωρήθηκε ως διαταραχή που χρήζει περαιτέρω διερεύνηση. Η Κ.Young  πρότεινε μία δέσμη κριτηρίων για τη διάγνωση της εξάρτησης από το διαδίκτυο, στη βάση των κριτηρίων του DSM-IV, για τον παθολογικό τζόγο. Επέλεξε οκτώ από τα δέκα κριτήρια του παθολογικού τζόγου, τα οποία αξιολόγησε ως πιο κατάλληλα για την περιγραφή της παθολογικής χρήσης του διαδικτύου. Τα κριτήρια αυτά είναι:

προσκόλληση στον παγκόσμιο ιστό, ανάγκη για αυξημένο χρόνο παραμονής σε σύνδεση ώστε να επιτευχθεί ένα επίπεδο ικανοποίησης, επανειλημμένες αποτυχημένες προσπάθειες περικοπής του χρόνου παραμονής,  ευερεθιστότητα, κατάθλιψη ή η ύφεση της διάθεσης όταν η χρήση περιορίζεται, παραμονή στη σύνδεση περισσότερο από όσο αρχικά ήταν προγραμματισμένο, διακινδύνευση μίας δουλειάς ή μίας εργασίας εξαιτίας της χρήσης του διαδικτύου, ψέματα του χρήστη προς τους άλλους σε σχέση με τον πραγματικό χρόνο χρήσης, και παραμονή στη σύνδεση ως ένας τρόπος ρύθμισης της διάθεσης.

Η Young υποστήριξε πως για να διαγνωστεί εξάρτηση από διαδίκτυο πρέπει ένα άτομο να πληροί πέντε από τα οκτώ παραπάνω κριτήρια. Συμπληρωματικά θα λέγαμε προς τα παραπάνω κριτήρια είναι τα στοιχεία που έθεσε ο Griffiths, ο οποίος πρότεινε, ότι κάθε συμπεριφορά χρήσης του διαδικτύου που ικανοποιεί έξι βασικά στοιχεία εξάρτησης χαρακτηρίζεται λειτουργικά εξαρτητική. Τα στοιχεία αυτά αφορούν:

συστηματικότητα, τροποποίηση της διάθεσης, ανθεκτικότητα, συμπτώματα στέρησης, συγκρούσεις, και υποτροπές.

Ο ίδιος διατύπωσε τον όρο τεχνολογικές εξαρτήσεις, υποστηρίζοντας ότι εκεί εντάσσεται και η εξάρτηση από το διαδίκτυο, ως μία ευρεία υποκατηγορία συμπεριφορικών εξαρτήσεων. Για κάποιους μελετητές του φαινομένου, η προβληματική χρήση του διαδικτύου (PIU, Problematic Internet Use ή CIU, Compulsive Internet Use) ορίστηκε ως μία άτυπη διαταραχή του ελέγχου των παρορμήσεων, σχετιζόμενη με την υπέρμετρη χρήση του μέσου, κατά την οποία το άτομο βιώνει μία κλιμακούμενη ένταση ή διέγερση πριν από τη χρήση του διαδικτύου και μία αίσθηση ικανοποίησης ή ανακούφισης μετά την ολοκλήρωση της συμπεριφοράς Τέλος, μία άλλη μερίδα επιστημόνων πρότεινε την εγγραφή της διαταραχής στα πλαίσια των ψυχαναγκαστικών – καταναγκαστικών διαταραχών. Το κύριο επιχείρημα της πρότασης αυτής είναι η ύπαρξη μίας διέγερσης, που εξουδετερώνεται από μία τη συμπεριφορά της χρήσης του διαδικτύου με ένα καταναγκαστικό τρόπο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν πολλοί όροι που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την υπερβολική ενασχόληση με το διαδίκτυο, όπως κατάχρηση, εξάρτηση, καταναγκαστική χρήση, εθισμός, καθώς υπάρχει μια συνεχιζόμενη διαμάχη στο χώρο των ερευνητών όσον αφορά το αν μπορεί ή όχι να χαρακτηριστεί ως παθολογική και άρα να αναγνωριστεί ως διαταραχή. Υπό αυτή την οπτική δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός τρόπος διασφάλισης της εγκυρότητας της διάγνωσης.  Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται συχνότερα από την διεθνή επιστημονική κοινότητα περιλαμβάνουν:

Δυσπροσαρμοστική ενασχόληση με τη χρήση του διαδικτύου, όπως καταδεικνύεται από τουλάχιστον ένα από τα παρακάτω:

Επικέντρωση σε ενασχολήσεις με τη χρήση του διαδικτύου οι οποίες βιώνονται από το άτομο ως ακατανίκητα θελκτικές.

Υπερβολική χρήση του διαδικτύου για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους από την αρχική πρόθεση του ατόμου.

Η χρήση του διαδικτύου, ή ο περισπασμός με τη χρήση του, προκαλεί κλινικά σημαντική δυσφορία ή πτώση της λειτουργικότητας στην κοινωνικότητα, απασχόληση ή σε άλλους σημαντικούς τομείς της ζωής ενός ατόμου.

Η υπερβολική χρήση του διαδικτύου δεν συμβαίνει αποκλειστικά κατά τη διάρκεια περιόδων υπομανίας ή μανίας και δεν εξηγείται ικανοποιητικότερα από άλλες διαταραχές στον άξονα Ι κατά DSM-IV.

Σε γενικές γραμμές η συμπτωματολογία του εθισμού από το διαδίκτυο συνδέεται τόσο με τον χρόνο που αφιερώνεται στη χρήση του, όσο και με την κατάσταση που περιέρχεται το άτομο από την διακοπή της χρήσης αυτής. Η μεν παρατεταμένη χρονικά χρήση οδηγεί σε κόπωση, έλλειψη συγκέντρωσης, εκνευρισμό, διαταραχή του ύπνου (ύπνος κατά την ημέρα και δραστηριότητα αποκλειστικά στο διαδίκτυο το βράδυ). Στη δεύτερη περίπτωση εμφανίζεται άγχος, απότομη συμπεριφορά και ευερεθιστότητα, ενώ αναδύονται τα αρνητικά συναισθήματα και καταστάσεις που ενδεχόμενα να τα περιόριζε η χρήση διαδικτύου, όπως η κατάθλιψη, φοβίες κ.α. Κοινός παρονομαστής στα παραπάνω είναι η έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου, η αδιαφορία για τις υποχρεώσεις, η αναβλητικότητα, η απάθεια. Το άτομο συχνά συγκρούεται με την οικογένεια του (χαρακτηριστικό έντονο στους έφηβους) λέει ψέματα για το χρόνο που πέρασε στο διαδίκτυο, απομακρύνεται από άτομα που συνδέεται φιλικά ή συναισθηματικά, ενώ τελικά χάνει σημαντικές σχέσεις και ευκαιρίες εκπαίδευσης ή επαγγελματικής ανέλιξης, αφού παρουσιάζει μειωμένη απόδοση στην εργασία και το σχολείο.

Σε ελληνική μελέτη του προβλήματος του εθισμού στο διαδίκτυο (Σιώμος, Νταφούλης, Φλώρος & Σιτζόγλου, 2010) η συγκεκριμένη διάγνωση μπορεί να αποδοθεί σε ένα άτομο όταν πληροί στη διάρκεια ενός δωδεκαμήνου τουλάχιστο τρία από τα ακόλουθα κριτήρια:  ανάπτυξη «ανοχής», συμπτώματα «στέρησης», χρήση για όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ανεπιτυχείς προσπάθειες να μειωθεί ή να ελεγχθεί η χρήση,  παραίτηση από σημαντικές κοινωνικές, επαγγελματικές ή δραστηριότητες αναψυχής, και συνέχιση της χρήσης παρά τη γνώση ότι υπάρχουν επίμονα ή επαναλαμβανόμενα βιολογικά ή ψυχολογικά προβλήματα τα οποία προκλήθηκαν ή επιδεινώθηκαν από τη χρήση.

Εν κατακλείδι, το εθισμένο άτομο λαχταρά να χρησιμοποιήσει το διαδίκτυο με συγκεκριμένους τρόπους, χρονικό διάστημα και συχνότητα τα οποία είναι επικίνδυνα για τον ίδιο και ενδεχόμενα για αυτούς με τους οποίους έχει σχέσεις. Η συμπεριφορά αυτή κυριαρχεί στις πράξεις του αλλά και στη σκέψη του και όταν δεν είναι συνδεδεμένος στο διαδίκτυο σκέφτεται με λαχτάρα πότε θα συνδεθεί.

Τυπική χρήση Διαδικτύου

Η καλοήθης χρήση είτε σε εργασιακό περιβάλλον είτε για λόγους αναψυχής. Δεν οδηγεί σε κατάχρηση του διαδικτύου, αλλά μπορεί να λειτουργήσει προειδοποιητικά για άτομα με υπάρχουσες συναισθηματικές δυσκολίες στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής.

Προβληματική χρήση Διαδικτύου

Η χρήση όπου δεν εξυπηρετείται κάποιος συγκεκριμένος σκοπός, παρά αποτελεί αυτοσκοπό προειδοποιώντας για πιθανή κατάχρηση.

Κατάχρηση Διαδικτύου

Ένα δυσπροσαρμοστικό, επαναλαμβανόμενο μοτίβο χρήσης που οδηγεί σε σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας κατά τη διάρκεια δωδεκάμηνης περιόδου, όπως καταδεικνύεται από:  αποτυχία να διεκπεραιωθούν σημαντικές ευθύνες στην εργασία, σχολείο ή σπίτι,  κοινωνικά και διαπροσωπικά προβλήματα, χρήση σε καταστάσεις στις οποίες παρατηρούνται αρνητικές σωματικές συνέπειες (π.χ. ελλιπής σίτιση, ύπνος, κ.α.), προβλήματα με το νόμο.

Εξάρτηση από το Διαδίκτυο

Μία χρόνια, προοδευτική ασθένεια που συμπεριλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία: την καταναγκαστική χρήση του διαδικτύου που ενέχει την απώλεια ελέγχου και τη συνέχιση της χρήσης παρά τις δυσμενείς συνέπειες. Η διάγνωση της εξάρτησης απαιτεί στη διάρκεια ενός δωδεκαμήνου τουλάχιστο τρία από τα ακόλουθα: ανάπτυξη «ανοχής» (ανάγκη για αύξηση της ενασχόλησης ώστε να επιτευχθεί η ίδια ψυχοτρόπος δράση, ή ελάττωση της επίδρασης της τυπικής ενασχόλησης), συμπτώματα «στέρησης» (ψυχική δυσφορία και ψυχοσωματική συμπτωματολογία), χρήση για όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ανεπιτυχείς προσπάθειες να μειωθεί ή να ελεγχθεί η χρήση, παραίτηση από σημαντικές κοινωνικές, επαγγελματικές ή δραστηριότητες αναψυχής, συνέχιση της χρήσης παρά τη γνώση ότι υπάρχουν επίμονα ή επαναλαμβανόμενα βιολογικά ή ψυχολογικά προβλήματα τα οποία προκλήθηκαν ή επιδεινώθηκαν από τη χρήση.

Εθισμός στο Διαδίκτυο

Πρόκειται για περίπτωση που πληροί τα κριτήρια της εξάρτησης όπου όμως πλέον είναι η συνήθης συμπεριφορά για τον χρήστη και υπάρχει σοβαρή βαρύτητα. Ο εθισμένος λαχταρά να χρησιμοποιήσει το διαδίκτυο με συγκεκριμένους τρόπους, χρονικό διάστημα και συχνότητα τα οποία είναι επικίνδυνα για τον ίδιο και ενδεχόμενα για αυτούς με τους οποίους έχει σχέσεις (π.χ περιπτώσεις ακραίας παραμέλησης των αναγκών του εαυτού ή συγγενικών προσώπων).

Η συννοσηρότητα ή διπλή διάγνωση ορίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) ως η συνύπαρξη στο ίδιο άτομο μιας διαταραχής της εξάρτησης και μιας άλλης σοβαρής ψυχιατρικής διαταραχής. Η διαταραχή της εξάρτησης μπορεί να οφείλεται είτε στη χρήση κάποιας ψυχοδραστικής ουσίας είτε σε άλλου τύπου εξαρτητική συμπεριφορά, όπως είναι η εξάρτηση από το διαδίκτυο. Με άλλα λόγια, η συννοσηρότητα είναι η πρόσκαιρη συνύπαρξη δύο ή περισσότερων ψυχιατρικών διαταραχών ή διαταραχών της προσωπικότητας, εκ των οποίων η μία είναι η προβληματική χρήση είτε του διαδικτύου είτε μιας ψυχοδραστικής ουσίας. Το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της διαταραχής της εξάρτησης. Ένας αριθμός διαταραχών φαίνεται να συνδέεται με την κατάχρηση του διαδικτύου. Αναφορές στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχουν και για συννοσηρότητα με διαταραχές της διάθεσης, ειδικότερα διπολικού τύπου, καθώς και κοινωνική φοβία αν και οι μελέτες για αυτό το θέμα είναι επί του παρόντος λίγες. Αρκετά άτομα που είναι εθισμένα στη χρήση του διαδικτύου, πληρούν επίσης τα κριτήρια για διαταραχές της εξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες.

Υπάρχει πλέον επαρκής ερευνητική τεκμηρίωση που συνδέει την παθολογική χρήση (εθισμό) του διαδικτύου στην εφηβεία, με ψυχολογικές διαταραχές όπως η κατάθλιψη. Συγκεκριμένα, η έλλειψη αυτοελέγχου των παρορμήσεων σε άτομα με σοβαρή συμπτωματολογία Διαταραχής Ελλειματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ) μπορεί να προκαλέσει δυσκολία για τον έλεγχο της χρήσης του διαδικτύου. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές μελέτες (πολλές εξ αυτών σε χώρες της Ασίας), που τεκμηριώνουν συννοσηρότητα με ψυχιατρικές διαταραχές (ADHD, κατάθλιψη, κοινωνική φοβία, διαταραχές προσωπικότητας, αποπροσωποποίηση). Στη χώρα μας σε δείγμα 2200 εφήβων η κατάθλιψη φαίνεται να είναι ως ο σημαντικότερος προγνωστικός παράγοντας ανάπτυξης διαταραχής εθισμού στο διαδίκτυο. Σε πιο πρόσφατη μελέτη με σαφώς μικρότερο δείγμα το 44,2% παρουσίασε συννοσηρότητα όπου η κατάθλιψη αφορούσε το 11% και η ΔΕΠ-Υ το 7%. Στο ερώτημα αν προηγείται ή έπεται η συμπτωματολογία του εθισμού στο διαδίκτυο μόλις στο 28% του δείγματος η ψυχική νόσος προηγείται (π.χ. ΔΕΠ-Υ). Η συχνότερη ψυχοπαθολογία που συνυπήρχε με τον εθισμό σε όσους μπήκαν σε θεραπεία, ήταν η ψυχαναγκαστικότητα – καταναγκαστικότητα, ακολουθουμένη από την διαπροσωπική ευαισθησία, τον παρανοειδή ιδεασμό σε ίδιο βαθμό με την σωματοποίηση, την κατάθλιψη, το θυμό, την επιθετικότητα και το άγχος. Το μειονέκτημα, όμως, όλων των ερευνών είναι πως δεν μπορούν να ερμηνεύσουν μια σχέση αιτίας και αποτελέσματος, απλά μπορούν να καταγράψουν συσχετίσεις αλλά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να γίνει πρόβλεψη.

Για τον λόγο πως ο εθισμός στο διαδίκτυο δεν αποτελεί ακόμη μια ενιαία κλινική οντότητα με κοινά αποδεκτά χαρακτηριστικά, η διαγνωστική πρακτική του προβλήματος διαφέρει. Υπάρχει δυσκολία να μιλήσουμε για εργαλεία ανίχνευσης και αξιολογήσεις αποδεκτά απʾ όλους. Υπάρχουν όμως ερωτηματολόγια εξέτασης των παραμέτρων εθισμού σε Η/Υ και διαδίκτυο. Το πιο γνωστό από αυτά είναι της Young (Young Internet Addiction Test 20 ή Internet Addiction test), όπου χρησιμοποιεί 20 ερωτήσεις που μπορούν να απαντηθούν με μια κλίμακα από το 1εως το 5. Το μικρότερο σκορ (20 βαθμοί) δείχνει πως ο χρήστης ελέγχει το μέσο και δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα, ενώ όσο μεγαλώνει το σκορ (με υψηλότερο το 100) αυξάνονται και τα προβλήματα. Προσαρμογή της κλίμακας ΙΑΤ (Internet Addiction test), είναι η κλίμακα Κ.Ε.ΕΦ.Υ (Κλίμακα Εθισμού Εφήβων στους Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές), που καλύπτει τόσο την παράμετρο χρήσης διαδικτύου, όσο και τη χρήση και ενασχόληση με το Η/Υ. Η χρήση φυσικά οποιουδήποτε ερωτηματολογίου δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί μια διάγνωση. Πολύ σημαντική μεταβλητή θεωρείται η ικανότητα του ειδικού να διεξάγει μια ολοκληρωμένη κλινική συνέντευξη που θα λαμβάνει υπόψη όλους τους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν μια τέτοια διάγνωση.

Χρήστος Τερνιώτης Παιδοψυχίατρος